- υψιτένων
- -οντος, ὁ, Α1. αυτός που έχει ισχυρούς τένοντες στον τράχηλο και τον αυχένα («ὑψιτένων ταῡρος», Ψ Φωκυλ.)2. μτφ. κομπορρήμων, αλαζόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + τένων* (< τείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψιτένων — with high strained sinews masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιτένοντας — ὑψιτένων with high strained sinews masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)